-
1 μῦθος
μῦθος, ὁ,A word, speech, freq. in Hom. and other Poets, in sg. and pl.,ἔπος καὶ μῦθος Od.11.561
; opp.ἔργον, μύθων τε ῥητῆρ' ἔμεναι πρηκτῆρά τε ἔργων Il.9.443
, cf. 19.242; esp. mere word, μύθοισιν, opp. ἔγχεϊ, 18.252;ἔργῳ κοὐκέτι μύθῳ A.Pr. 1080
(anap.), etc.:—in special relations:2 public speech,μ. ἄνδρεσσι μελήσει Od.1.358
;μύθοισιν σκολιοῖς Hes.Op. 194
; μύθου ἐπισχεσίη the submission of a plea, Od.21.71;πρὶν ἂν ἀμφοῖν μ. ἀκούσῃς, οὐκ ἂν δικάσαις Ar.V. 725
; μύθοισι κεκάσθαι to be skilled in speech, Od.7.157.4 thing said, fact, matter, μῦθον δέ τοι οὐκ ἐπικεύσω ib. 744;τὸν ὄντα μ. E.El. 346
; threat, command,ἠπείλησεν μῦθον Il.1.388
, cf. 25, 16.83; charge, mission, 9.625; counsel, advice, 7.358.5 thing thought, unspoken word, purpose, design, 1.545 (pl.); , cf. 777;ἔχετ' ἐν φρεσὶ μῦθον 15.445
;ἔχε σιγῇ μ., ἐπίτρεψον δὲ θεοῖσι 19.502
, cf. 11.442; matter,θεοῖσι μῦθον ἐπιτρέψαι 22.289
; μῦθον μυθείσθην, τοῦ εἵνεκα λαὸν ἄγειραν the reason why.., 3.140.6 saying,κατὰ τὸν ἡμέτερον μ. Pl.Epin. 980a
; οὐκ ἐμὸς ὁ μ. ἀλλ'.. E.Fr. 484, cf. Pl.Smp. 177a, Call.Lav.Pall.56, Ph.1.601, Plu. 2.661a; saw, proverb,τριγέρων μ. τάδε φωνεῖ A.Ch. 314
(anap.).7 talk of men, rumour,ἀγγελίαν.. τὰν ὁ μέγας μ. ἀέξει S.Aj. 226
(lyr.), cf. 188 (lyr., pl.), E.IA72; report, message, S.Tr.67 (pl.), E. Ion 1340.II tale, story, narrative, Od.3.94, 4.324, S.Ant.11, etc.: in Hom. like the later λόγος, without distinction of true or false, μ. παιδός of or about him, Od.11.492: so in Trag., ἀκούσει μῦθον ἐν βραχεῖ λόγῳ ( χρόνῳ cod. M.) A.Pers. 713;μύθων τῶν Λιβυστικῶν Id.Fr.139.1
: in Prose, τὸν εἰκότα μ. the like ly story, like lihood, Pl.Ti. 29d: prov., μ. ἀπώλετο, either of a story which never comes to an end, or of one told to those who do not listen, Cratin.59, Crates Com.21, Pl.Tht. 164d, cf. R. 621b, Lg. 645b, Phlb. 14a; μ. ἐσώθη 'that's the end of the story', Phot.2 fiction (opp. λόγος, historic truth), Pi.O.1.29 (pl.), N.7.23 (pl.), Pl.Phd. 61b, Prt. 320c, 324d, etc.3 generally, fiction,μ. ἴδιοι Phld.Po.5.5
; legend, myth, Hdt.2.45, Pl.R. 330d, Lg. 636c, etc.;ὁ περὶ θεῶν μ. Epicur.Ep.3p.65U.
;τοὺς μ. τοὺς ἐπιχωρίους γέγραφεν SIG382.7
(Delos, iii B.C.). -
2 μύθου
μύ̱θου, μῦθοςword: masc gen sg -
3 θελκτήριος
θελκ-τήριος, ον,A enchanting, soothing, μῦθοι, λόγοι, A.Eu.81, E. Hipp. 478; ὄμματος θ. τόξευμα the eye's magic shaft, A.Supp. 1004: c. gen.,φίλτρα θ. ἔρωτος E.Hipp. 509
; μύθου μῦθος θ. speech that heals speech, A.Supp. 447: in late Prose, θ. ἀγωνίσματα, of poems, Agath. Praef.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θελκτήριος
См. также в других словарях:
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek
μύθος — ο 1. πλαστή, φανταστική διήγηση, παραμύθι: Μου διηγήθηκε ένα μύθο. 2. παράδοση που αναφέρεται σε θεούς ή ήρωες: Οι μύθοι των Ατρειδών. 3. αλληγορική διήγηση που αναφέρεται στα ζώα ή τα φυτά: Οι μύθοι του Αισώπου. 4. υπόθεση λογοτεχνικού έργου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μύθου — μύ̱θου , μῦθος word masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… … Dictionary of Greek
Προμηθέας — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, που καθιερώθηκε και στη θρησκευτική λατρεία. Η αθηναϊκή εορτή, τα Προμήθεια, θύμιζαν στους ανθρώπους την αρπαγή της φωτιάς από τον Π., ναός του οποίου υπήρχε κοντά στην Ακαδήμεια και τάφος του στον Οπούντα και… … Dictionary of Greek
Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Πίνδαρος — I Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Κυνός Κεφαλαί, Βοιωτία 518 Άργος 440 π.Χ.), ο κορυφαίος των αρχαίων λυρικών. Ξένος πνευματικά στη μεταβολή που ακολούθησε μετά τους περσικούς πολέμους και οδήγησε στον θρίαμβο της δημοκρατίας, παράμεινε επίμονα… … Dictionary of Greek
Αργοναύτες — Μυθικοί ήρωες που πήραν μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία, ένα από τα περιφημότερα γεγονότα που αναφέρει η ελληνική μυθολογία και το οποίο τραγούδησε η ελληνική ποίηση από τον Όμηρο έως τον Απολλώνιο τον Ρόδιο. Σκοπός της εκστρατείας ήταν να… … Dictionary of Greek